- προσορμώ
- (ε) αμετ. стоять на якоре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσορμώ — (I) προσορμῶ, έω, ΝΑ [πρόσορμος] (αμτβ.) εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβόληση, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ νεοελλ. είμαι αγκυροβολημένος σε όρμο. (II) άω, Α [ὁρμῶ (Ι)] ορμώ προς κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek